- ανεπιστημοσυνη
- ἀνεπιστημοσύνηἡ тж. pl. незнание, неведение, невежественность Thuc., Xen., Plat., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνεπιστημοσύνη — want of knowledge fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημοσύνῃ — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιστημοσύνη — η (Α ἀνεπιστημοσύνη) έλλειψη επιστημοσύνης, γνώσης ή εμπειρίας αρχ. ανυπαρξία επιστήμης … Dictionary of Greek
ανεπιστημοσύνη — η έλλειψη επιστημοσύνης, αμάθεια, απειρία: Με τον τρόπο που πραγματεύτηκε το θέμα έδειξε την ανεπιστημοσύνη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπιστημοσύναι — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem nom/voc pl ἀνεπιστημοσύνᾱͅ , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημοσυνῶν — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημοσύνην — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημοσύνης — ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστημοσύνας — ἀνεπιστημοσύνᾱς , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem acc pl ἀνεπιστημοσύνᾱς , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνεπιστημοσύνης — ἀνεπιστημοσύνης , ἀνεπιστημοσύνη want of knowledge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)